αποφοιτήριο(ν)

αποφοιτήριο(ν)
το справка об обучении (при прекращении занятий в школе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αποφοιτήριο(ν)" в других словарях:

  • αποφοιτήριο — το πιστοποιητικό στο οποίο αναγράφεται η χρονική διάρκεια της φοίτησης σπουδαστή, η επίδοση του και ο χρόνος αποφοίτησης …   Dictionary of Greek

  • αποφοιτήριο — το έγγραφο σχολείου που δείχνει το χρόνο διακοπής της φοίτησης του μαθητή, την ως τα τότε πρόοδο και διαγωγή του και τις τυχόν απουσίες του, αλλιώς «αποδεικτικό» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»